σκίρο

σκίρο
και σκίρρο, το, Ν
βλ. σκύρο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σκύρο — και σκίρο και σκίρρο, το, Ν 1. σύντριμμα πέτρας, χαλίκι 2. στον πληθ. τα σκύρα μικρά κομμάτια πέτρας ακανόνιστου σχήματος παραγόμενα στα λατομεία με την συντριβή λίθων σε ειδικά μηχανήματα και χρησιμοποιούμενα στη δομική για την παρασκευή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”